τελλουριούχος

τελλουριούχος
-α, -ο, θηλ. και τελλουριούχος, Ν
χημ. αυτός που περιέχει τελλούριο (α. «τελλουριούχο βισμούθιο» β. «τελλουριούχο νικέλιο» γ. «τελλουριούχος άργυρος» δ. «τελλουριούχος υδράργυρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελλούριο + -ούχος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”